MC MEDIA NETWORK

Advertisment

Εστία και εκποιήσεις σήμαναν SOS για κεφάλαια τραπεζών 

Advertisment

Το αναμενόμενο σχέδιο Εστία 2 και η επικείμενη σύσταση εξειδικευμένου δικαστικού σώματος που θα εκδικάζει χρηματοπιστωτικές διαφορές, δηλαδή να παρέχεται το δικαίωμα σε μη φερέγγυους δανειολήπτες να προσφεύγουν στον εν λόγω μηχανισμό, κτύπησαν κόκκινο καμπανάκι στα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα.

Τα επιτελεία των τραπεζών και ειδικότερα οι επικεφαλής των τμημάτων διαχείρισης κινδύνων, τέθηκαν σε συναγερμό.

Οι ασκήσεις επί χάρτου είναι σε καθημερινή διάταξη σε σχέση με τις επιπτώσεις που ενδεχομένως να προκληθούν στις εξασφαλίσεις και  στα κεφάλαια των τραπεζών, τόσο από το Εστία 2, όσο και από την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των εκποιήσεων.

- Advertisement -

Οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι δεν θα πρέπει στο βωμό της κοινωνικής πολιτικής και υπό το βάρος των πολιτικών πιέσεων να πληγεί η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

Με βάση τα όσα έχουν διαρρεύσει από το υπουργείο οικονομικών και σύμφωνα με σχετική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, η κυβέρνηση προωθεί τη σύσταση ενός δεύτερου σχεδίου Εστία.

Το νέο σχέδιο θα είναι στοχευμένο και θα απευθύνεται σε μη βιώσιμους δανειολήπτες, οι οποίοι ενώ υπέβαλαν αίτηση στο αρχικό σχέδιο Εστία, τα εισοδήματα τους δεν είναι αρκετά για να αποπληρώνουν ακόμη και τη μειωμένη δόση που θα προβλέπει το σχέδιο.

Οι αρχικές προθέσεις των υπουργείων οικονομικών και εργασίας, είναι όπως το κράτος  καλύπτει το 1/3 της δόσης των μη βιώσιμων δανειοληπτών, ένα αντίστοιχο ποσό να προέρχεται από τους ίδιους τους δανειολήπτες και το υπόλοιπο να καλύπτεται από τα επηρεαζόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Επέκταση  διαγραφών δανείων για μη βιώσιμους

Για να μειωθεί το μέγεθος της υποχρέωσης, κράτους και δανειοληπτών, η  κυβέρνηση  προτίθεται να ζητήσει από τις τράπεζες:

Σε  πρώτο στάδιο, να διαγράψουν  μέρος των δανείων που οφείλουν οι μη βιώσιμοι δανειολήπτες ώστε  με βάση το υπόλοιπο, οι τρείς πλευρές (κράτος, τράπεζες και ευάλωτοι δανειολήπτες) να αποπληρώνουν τη δόση που θα αναλογεί στον κάθε ένα από αυτούς.

Από τη μέχρι σήμερα αξιολόγηση των αιτήσεων που υποβλήθηκαν στο σχέδιο Εστία, περίπου 700 ενδιαφερόμενοι δανειολήπτες, είναι μη βιώσιμοι.

Εκτιμάται από τους τεχνοκράτες των δύο υπουργείων ότι ο αριθμός αυτός θα ξεπεράσει τους 1000.

Οι τράπεζες πάντως κρατούν μικρό καλάθι και διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις καθώς όπως υποστηρίζουν, ενδεχόμενη επέκταση της διαγραφής των επίμαχων αυτών δανείων, θα ανατρέψει  τους ισολογισμούς τους διότι, όπως εξηγούν, θα επηρεαστούν οι εξασφαλίσεις τους με ορατό τον κίνδυνο οι επόπτες να απαιτήσουν αύξηση κεφαλαίων.

Αυτό, όπως λένε,  θα έχει άμεση επίδραση στον τρόπο αξιολόγησης των κεφαλαιακών  τους αποθεμάτων.

Ήδη, οι τράπεζες  θα επωμιστούν  μέρος των στεγαστικών δανείων που έχουν παραχωρηθεί σε δανειολήπτες που  είναι βιώσιμοι και έχουν ενταχθεί στο πρώτο σχέδιο Εστία, με στόχο να προστατεύσουν την πρώτη τους κατοικία.

Ανώτατα στελέχη τραπεζών ανέφεραν στο Eυρωκέρδος ότι τυχόν αξίωση από το κράτος  επέκτασης της διαγραφής  δανείων μη βιώσιμων δανειοληπτών, θα συνεπάγεται με αύξηση ζημιών και θα έχει ως αποτέλεσμα, «οι εποπτικές αρχές να ζητήσουν από τις τράπεζες αύξηση προβλέψεων, σε μία δύσκολη πραγματικά συγκυρία, λόγω της παρατεταμένης πανδημικής κρίσης και οικονομικής ύφεσης».

Η δεύτερη «παγίδα» για τις τράπεζες

Έντονος προβληματισμός διακατέχει τις τράπεζες και για τη διαφαινόμενη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των εκποιήσεων, αφού η κυβέρνηση στην προσπάθεια της να εγκριθεί ο προϋπολογισμός από τη βουλή, μπήκε σε μία διαδικασία «δούναι και λαβείν» με κόμματα της αντιπολίτευσης τα οποία  έθεσαν όρους για να ψηφίσουν  τον προϋπολογισμό.

Η πολιτική πίεση που ασκήθηκε για τη θέσπιση ενός εξειδικευμένου δικαστικού σώματος που θα εκδικάζει χρηματοπιστωτικές διαφορές και το οποίο στην ουσία θα εμπεδώνει  νομότυπα χρονοβόρες διαδικασίες ως προς την επίλυση αυτών των διαφορών, θα προκαλέσει ακόμη επιπρόσθετα ρήγματα στους ισολογισμούς των τραπεζών.

Τραπεζίτες και πηγές από την ΚΤ, θεωρούν ως «παγίδα» το επικείμενο δικαστήριο εξέτασης χρηματοπιστωτικών διαφορών και  διατείνονται ότι οι εποπτικές αρχές στη Φρανκφούρτη (ΕΚΤ και ΕΕΜ) ενδεχομένως να αντιδράσουν με αρνητικές συνέπειες για τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα.

Ειδικότερα για τις δύο εγχώριες συστημικές τράπεζες, την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική, ελλοχεύει ο κίνδυνος να ζητηθούν από τους επόπτες νέες προβλέψεις.

Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κόκκινων δανείων στην Ευρώπη και των κρατών μελών της Ευρωζώνης.

Το αρνητικό αυτό δεδομένο, όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, δεν θα αφήσουν αδιάφορη την ΕΚΤ και το τίμημα της «κοινωνικής ευαισθησίας» που επιδεικνύουν, εν μέσω πανδημικής κρίσης και των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, ενδεχομένως να αποδειχθεί ως η αιτία πρόκλησης νέας τραπεζικής κρίσης στο νησί.

Υποστήριξαν ότι μπροστά σε ένα τέτοιο υπαρκτό κίνδυνο θα υποχρεωθούν να πιέσουν το δανεισμό με αρνητικό αντίκτυπο στη ρευστότητα των αξιόπιστων επιχειρήσεων και στον οικογενειακό προγραμματισμό των συνεπών δανειοληπτών.

Επεσήμαναν ότι η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θα πρέπει να διατηρηθεί ισχυρή για να μπορέσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να τη χρησιμοποιήσει για να απορροφήσει τυχόν νέες ζημιές και από την άλλη να εξυπηρετούν τους πελάτες τους.

Προειδοποίησαν ότι δεν θα πρέπει να στρεβλωθεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των εκποιήσεων.

Υπέδειξαν πως θα πρέπει το νέος πλαίσιο εξέτασης χρηματοπιστωτικών διαφορών να διέπεται από θεσμικό χρονοδιάγραμμα προς αποφυγή χρονοβόρων διαδικασιών.

Υπενθύμισαν ότι τυχόν αξίωση των εποπτικών αρχών για αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών θα επαναφέρει ενδεχομένως εκείνες τις εφιαλτικές μέρες του Μαρτίου του 2013 και αργότερα αυτές που βίωσαν οι πολίτες με το λουκέτο του Συνεργατισμού.

Ήταν ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ)  με επικεφαλής τότε την Ντανιέλ Νουί, που είχε πει ξεκάθαρα στις κυπριακές αρχές ότι η ΣΚΤ θα έπρεπε να είχε τεθεί  υπό εξυγίανση, καθώς δεν είχε επαρκή κεφάλαια λόγω του μεγάλου ποσοστού των ΜΕΔ που διατηρούσε στο χαρτοφυλάκιο της.

Τα αποτελέσματα είναι γνωστά σε όλους. Η Λαική Τράπεζα και η ΣΚΤ  ανήκουν πλέον στην ιστορία, ως οργανισμοί που δεν είχαν τηρήσει τους εποπτικούς κανόνες κυρίως σε ότι αφορά τις εξασφαλίσεις και τα κεφάλαια τους, δεν είχαν διαχειριστεί επαρκώς τους κινδύνους που τους πλαισίωναν και δεν είχαν σωστή εταιρική διακυβέρνηση.

Της Νικολέττας Λιβέρα 

 

 

Advertisment

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Advertisment
Advertisment

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Advertisment
Advertisment

BEST OF NETWORK

Advertisment
Advertisment